- λαόδικος
- λαόδικος, -ον (Α)αυτός που δικάζεται από τον λαό.[ΕΤΥΜΟΛ. < λαο-* + -δικος (< δίκη), πρβλ. αυτό-δικος, φυγό-δικος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Λαοδίκου — Λαόδικος tried by the people masc gen sg Λαοδίκος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λαοδίκῳ — Λαόδικος tried by the people masc dat sg Λαοδίκος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαοδίκου — λαόδικος tried by the people masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαοδίκῳ — λαόδικος tried by the people masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαο- — (AM λαο ) πρώτο συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής που σημαίνουν ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον λαό (λαοκρατία, λαόδικος) ή προς ωφέλεια τού λαού (λαοπόρος) ή αναφέρεται γενικότερα στον λαό (λαογράφος, λαοπλάνος,… … Dictionary of Greek
Λαοδίκωι — Λαοδίκῳ , Λαόδικος tried by the people masc dat sg Λαοδίκῳ , Λαοδίκος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… … Dictionary of Greek
λαοδίκωι — λαοδίκῳ , λαόδικος tried by the people masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)